ψυχρά

ψυχρά
ψῡχρά , ψυχρός
cold
neut nom/voc/acc pl
ψῡχρά̱ , ψυχρός
cold
fem nom/voc/acc dual
ψῡχρά̱ , ψυχρός
cold
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψύχρα — ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc/acc dual ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχρα — η ψύχος, ψυχρός καιρός, κρύο: Κάνει πολλή ψύχρα έξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχρά — Ν επίρρ. βλ. ψυχρός …   Dictionary of Greek

  • ψύχρα — η, ΝΜΑ ψυχρός καιρός, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός (πρβλ. ζέστη < ζεστός)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχρᾷ — ψῡχρᾷ , ψυχρός cold fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχρας — ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem acc pl ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρᾶν — ψύχρα cold fem gen pl (doric aeolic) ψῡχρᾶν , ψυχρός cold masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρῶν — ψύχρα cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Psi — Psi Inhaltsverzeichnis 1 ψαλμὸς τῷ Δαυιδ 2 ψηλαφεῖν ἐν τῷ σκότῳ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”